4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

«30 μέρες το χρόνο είναι
που δουλεύουν ορισμένοι στο
βαμβάκι, ίσως και λιγότερες.
Τους υπόλοιπους μήνες παίζουν
φλογέρα»

Στέφανος Τζουμάκας
Υπουργός Γεωργίας

ή απλώς, ο «Στέφανος εξ Ακανθών»
των Γεωργών.

Την ημέρα εκείνη, ο Ανθρωπος Που Γελά αποφάσισε ν? αναζητήσει κι αυτός το
νέο ιερό Αναχωρητήριο του θεού Αβάσταχτου! Μέρες τώρα, όλοι στην πόλη
έτρεχαν να προσκυνήσουν στα Υποκαταστήματα του θεού που άνοιγαν παντού!
Μέρες τώρα, όλοι για αυτόν μιλούσαν και, παράταγαν τις δουλειές τους και τα
σπίτια τους, τρέχοντας στην Αναζήτησή του!
Μεγάλες Διαφημίσεις κατέκλυζαν την τηλεόραση κι όλοι άκουγαν πράγματα και
θαύματα, σημεία

και κλωνισμένα τέρατα αγίων λειψάνων που δακρύζουν υπέρ αποπερατώσεως
Διωγμών και Δικών όσων έχασαν την εθνική τους ταυτότητα, τα λεφτά τους στο
Χρηματιστήριο και την πίστη τους στην αναγκαιότητα της παιδικής εργασίας...

***
Μια βολτίτσα στην εξοχή είναι ό,τι πρέπει σκέφτηκα! Αλλωστε, Ανοιξις!
Πλησιάζουν και οι Αγιες Ημέρες του Πάσχα, γιατί να μην πάω ένα προσκύνημα;
H ζωή στην πόλη μου ?χει βαρυπέσει τελευταίως. Κι όπως έλεγα αστειευόμενος
στον περιπτερά μου, «με ακτινοβολεί το κομπιούτερ μου στο γραφείο, με
ακτινοβολεί το κομπιούτερ μου στο σπίτι, με ακτινοβολεί το κινητό μου
συνεχώς,

μάλλον έτσι εξηγείται γιατί λάμπω τελευταίως!»
«Ναι, αλλά δεν εξηγείται γιατί έχεις βγάλει βυζιά απ? τ? αυτιά», αντέτεινε
ο περιπτεράς μου, ο οποίος το ?χε σε κακό να μη σου κάνει τον εξυπνότερο,
αν του κάνεις τον έξυπνο.
«Τι να κάνουμε; Ζούμε σε ανταγωνιστική κοινωνία, φίλε μου», συνέχισε και
μου πάσαρε τα καινούρια μου τσιγάρα με βιολογικό φίλτρο από ξύλινη γλώσσα
και πλαστική σπονδυλική στήλη.
?????????????????????????????????????
Καιρός να την κάνω, σκέφτηκα και την έκανα.

***

Για το δρόμο πήρα το ραβδί μου, ελαφρό ένδυμα περιπάτου, ένα σακίδιο
κονσέρβες και μια κουβέρτα. Κανονικός «πρίγκηπας επαίτης», γραικός στην
ξένη...
«Γιατί πάντα βλέπεις τα ζοφερά, τα δυσάρεστα, τα μαύρα και τα άραχλα―» μου
πέταξε ο Ανθρωπος Που Γελά βαδίζοντας δίπλα μου.
«Με αδικείς! Δεν είναι λίγες οι φορές που σ? έχω κάνει να γελάσεις»,
διαμαρτυρήθηκα! «Αλλωστε, όταν κάτι είναι καλό, ξέρεις ότι αμέσως το
σημειώνω, το προβάλλω και προσπαθώ να το επισημάνω», συνέχισα.
«Πας στοίχημα ότι ενώ θα βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο, άλλα θα βλέπεις εσύ κι
άλλα εγώ; Ότι εσύ θα βλέπεις τα άσχημα κι εγώ τα ωραία;»
«Εντάξει! πάω στοίχημα ένα καλό τραπέζι» είπα κι αμέσως δαγκώθηκα, διότι:
στο βάθος του δρόμου, στην πρώτη στροφή μια διαφημιστική γιγαντοαφίσα που
παρίστανε το θεό Αβάσταχτο έγραφε με φαρδιά πλατιά γράμματα: «Νόμος είναι ο
νόμος της Αγοράς».

«Νόμος είναι ο νόμος του ισχυροτέρου» ολόλυζαν κάτω απ? την αφίσα σαν χορός
της Ηχούς και σαν αντιφώνηση οι προσκυνητές, χτυπώντας τα στήθη τους κι ο
ένας τον άλλον, ώστε να συνεχίσουν το δρόμο της μεγάλης Αναζήτησης οι
ισχυρότεροι.
O Ανθρωπος Που Γελά με κοίταζε πονηρά και δήλωσε:«Βλέπεις;! Γρηγοριανό
Μέλος! Χρόνια έχω ν? ακούσω τόσο ωραίες ψαλμωδίες!»
Έμεινα βουβός. O φίλος μου συνέχιζε να με πειράζει:
«Δεν είναι κακό― στην εποχή μας η πολιτική προσκυνάει την οικονομία. Όλα
αυτά είναι λογικά! Τι λες;»
Δεν μπορούσα πλέον να μείνω βουβός, αλλά δεν μπορούσα να χάσω και το
στοίχημα. Τουλάχιστον, όχι τόσο νωρίς.
«Καλά είναι― έχω δει και χειρότερα! Αρα, καλά είναι, πολύ καλά μάλιστα!»
O Ανθρωπος Που Γελά, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Είσαι τόσο αδέξιος, όταν
λες ανοησίες! Μια αηδία είναι!» είπε και μπούκαρε μέσα στο πλήθος των
προσκυνητών για να ανοίξει δρόμο.

***

Εγώ απλώς ακολούθησα. Το δρόμο, τον άνοιξε ο Ανθρωπος Που Γελά.

***
?????????????????????????????????
H ημέρα τέλειωνε, όταν κατάκοποι και ξέπνοοι καθίσαμε στην άκρη του δρόμου,
έχοντας πια βγει πολύ έξω απ? την πόλη κι έχοντας αφήσει πίσω μας πλήθος
προσκυνητών, άλλους να ετοιμάζονται να ξενυχτήσουν κι άλλους να ξεψυχίσουν,
αναλόγως των τραυμάτων τους στο σκυλοκαυγά της εξόδου...


Μια γλυκιά γαλήνη απλωνόταν στην εξοχή! Τα κυπαρισσάκια έγερναν το κεφάλι
τους πάνω απ? τα πτηνά που κοίμιζαν στα κλαριά τους και μόνο, μόνον απ? το
βάθος του τοπίου, ερχόταν το βουητό της εθνικής οδού με ξαφνικές λάμψεις
(πού και πού) και κρότους απ? τις συγκρούσεις των αυτοκινήτων! «Ο θεός ν?
αναπαύσει την ψυχή των νεκρών της ασφάλτου κι αυτό το Σαββατοκύριακο»,
ψιθύρισα, όπως μουρμούριζα μικρό παιδάκι, καθώς γρήγορα-γρήγορα έλεγα την
προσευχή μου πριν πέσω στο κρεβάτι μου.

Βγάλτα όλα αυτά απ? το μυαλό σου, παιδί μου! Έρχεται Μεγαλοβδόμαδο! Θα
ξαναζήσεις την ευλογία του μύθου, τη γαλήνη της Αγάπης Του, την ευωδιά των
στιγμών, τη χαρμολύπη της παιδικής σου ηλικίας. Την ποίηση της ύπαρξής της.
Θ? ακούσεις τις ανέσπερες λέξεις, θα πατήσεις με το θρήνο το θάνατο και θα
αναστηθείς σ? ό,τι αγάπησες!
Βγάλε τ? άλλα απ? το μυαλό σου, παιδί μου! Πήγαινε στις Πρέσπες! Εκεί, τα
βράδια, μετά τη λειτουργία, λέγε στα παιδιά ιστορίες για ξωθιές, νεράιδες
και ήρωες! Έρωτες, φαντάσματα και λίμνες! Κι άσε απ? έξω απ? την πόρτα του
ξενώνα, τον Ιούδα να ακούει κι αυτός.

O Ανθρωπος Που Γελά τράβηξε καλύτερα την κουβέρτα πάνω μου και με σκέπασε.
«Ωραία όνειρα βλέπεις» είπε μισοπεριπαιχτικά μισθοθλιμμένα...
Έβλεπα το λαμπύρισμα των ματιών του καθώς κοιτούσε βαθιά μέσα στο μακρινό
σκοτάδι που ερχόταν απ? την ανατολή, καθισμένος ανακούρκουδα δίπλα μου. Το
τσιγάρο του φώτιζε κουρασμένο, το αιώνιό του χαμόγελο.

***

Ίσως το προσκύνημα στον θεό Αβάσταχτο να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα,
ανοιξιάτικα.

ΣΤΑΘΗΣ Σ.